Παρωτίδα

Στο σώμα μας έχουμε πολλαπλούς σιαλογόνους αδένες, 6 μείζονες και 700-1000 ελάσσονες, που σκοπό έχουν την παραγωγή σάλιου. Το σάλιο είναι απαραίτητο στον ανθρώπινο οργανισμό καθώς βοηθά στην κατάποση και στην πέψη καλύπτοντας και προστατεύοντας το βλεννογόνο του στόματος και του φάρυγγα και περιέχοντας το ένζυμο πτυαλίνη. Σε ασθενείς που έχουν ξηροστομία (ανεπαρκή ποσότητα σάλιου) ο πόνος κατά την κατάποση ή η αίσθηση ότι “κολλάει” η τροφή στο λαιμό είναι κοινό σύμπτωμα.

 

Σημαντικό ρόλο επίσης έχει το σάλιο στην αίσθηση της γεύσης, για αυτό και ασθενείς με μειωμένη παραγωγή σάλιου αναφέρουν  ελαττωμένη αίσθηση γεύσης ή ακόμη και δυσάρεστη μεταλλική γεύση. Τέλος υπάρχει άμεση συσχέτιση μεταξύ της υγιεινής των δοντιών -ούλων και του σάλιου μας.

 

Τι είναι η παρωτίδα;

Η παρωτίδα ανήκει στους μείζονες σιαλογόνους αδένες μας και μάλιστα είναι ο μεγαλύτερος αυτών. Έχουμε δύο παρωτίδες. Μία σε κάθε πλευρά του προσώπου μας, και η κάθε μία εκκρίνει το  σάλιο που παράγει μέσα στο στόμα διαμέσου εκφορητικών πόρων. Υπό φυσιολογικές συνθήκες η παρωτίδα δεν είναι ορατή. Όταν όμως μεγαλώνει παθολογικά τότε εμφανίζεται σαν μία διόγκωση στα πλάγια του προσώπου (παρειά), μπροστά από το πτερύγιο του αυτιού ή στη γωνία της κάτω γνάθου. Επιπλέον , καθώς το προσωπικό νεύρο διασχίζει την παρωτίδα, είναι πιθανό σε ορισμένες παθολογίες της να αντιληφθεί κανείς ασυμμετρία στις κινήσεις του προσώπου.

 

Συμπτώματα και Αντιμετώπιση

Διόγκωση της παρωτίδας που οφείλεται σε φλεγμονή (ιογενή ή μικροβιακή) προκαλεί πόνο στον ασθενή όταν μασάει ή όταν ανοίγει το στόμα του, πιθανά ερυθρότητα του δέρματος που καλύπτει τον αδένα, πόνο στο σύστοιχο αυτί και τους σύστοιχους τραχηλικούς λεμφαδένες και πιθανό εμπύρετο.

 

Η συντηρητική θεραπεία συνήθως είναι επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις, εκτός εάν υπάρχει απόφραξη του εκφορητικού πόρου από ευμεγέθη λίθο που δεν αποβάλλεται μόνος του και τότε θα πρέπει αυτός να αφαιρεθεί. Σε περιπτώσεις που η διόγκωση της παρωτίδας οφείλεται σε κάποιο συστηματικό νόσημα απαιτείται η συνεργασία ιατρών και άλλων ειδικοτήτων, πλην του ωτορινολαρυγγολόγου, προκειμένου να διερευνηθεί και να αντιμετωπισθεί συνολικά ο ασθενής.

 

Όγκοι παρωτίδας

Το 80% των όγκων της παρωτίδας είναι καλοήθεις. Παρόλα αυτά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση συστήνεται η αφαίρεσή τουςκαθώς αυτοί έχουν την τάση να μεγαλώνουν προκαλώντας δυσμορφία στο πρόσωπο καθώς περνούν τα χρόνια. Εκτός αυτού, στο πλειόμορφο αδένωμα της παρωτίδας που είναι και ο πιο συχνός καλοήθης όγκος της υπάρχει και κάποιο ποσοστό εξαλλαγής του σε κακοήθεια με την πάροδο των ετών, για αυτό το λόγο η παρωτιδεκτομή συστήνεται εδώ και για λόγους πρόληψης.

 

Γενικά όταν ο ασθενής αντιληφθεί κάποια διόγκωση στην περιοχή της παρωτίδας (όπως περιγράψαμε παραπάνω) θα πρέπει να διερευνηθεί από Ωτορινολαρυγγολόγο προκειμένου να διαγνωσθεί η αιτία. Ο έλεγχος με υπέρηχο, μαγνητική τομογραφία και βιοψία με λεπτή βελόνη (FNA) συμβάλλουν στη διάγνωση αλλά και στον έλεγχο της επέκτασης που έχει ο όγκος στις γύρω περιοχές. Βέβαια η τελική διάγνωση δίδεται από την ιστολογική μετά την αφαίρεση του όγκου.

 

Συνήθως οι καλοήθεις όγκοι καθυστερούν να γίνουν αντιληπτοί από τον ασθενή γιατί είναι ανώδυνοι και έχουν μαλακή σύσταση (πλειόμορφο αδένωμα, όγκος Warthin, μη επιθηλιακοί όγκοι, αιμαγγείωμα, λίπωμα).

 

Απότομη αύξηση του μεγέθους, πόνος στην παρειά ή και στο αυτί, πτώση της γωνίας του στόματος και αδυναμία να κλείσει κανονικά το σύστοιχο μάτι (παράλυση προσωπικού νεύρου), εξέλκωση του δέρματος είναι κάποια από τα στοιχεία που αυξάνουν την πιθανότητα διάγνωσης κακοήθους όγκου (βλεννοεπιδερμοειδες καρκίνωμα, αδενοκυστικό καρκίνωμα, κυψελιδικό καρκίνωμα, καρκίνωμα σε πλειόμορφο αδένωμα, λέμφωμα, μεταστατικοί όγκοι).

 

Παρωτιδεκτομή

Παρωτιδεκτομή είναι η χειρουργική αφαίρεση ολόκληρης ή τμήματος της παρωτίδας. Η αναγνώριση και διατήρηση ακέραιου του προσωπικού νεύρου (όταν φυσικά αυτό δεν διηθείται από τον όγκο) είναι υψίστης σημασίας για το συγκεκριμένο χειρουργείο. Εξίσου σημαντική είναι και η μετεγχειρητική παρακολούθηση της λειτουργίας του προσωπικού νεύρου, ο έλεγχος για πιθανό αιμάτωμα, σιελλόροια από το χειρουργικό χειρουργικό τραύμα και φυσιολογική επούλωση του τραύματος.

 

Ακτινοθεραπεία απαιτείται συχνά μετά τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου σε περιπτώσεις που η ιστολογική έκθεση δείξει κακοήθεια. Αυτή γίνεται ,επί ενδείξεων, λίγες εβδομάδες (4-6) μετεγχειρητικά.