Κλείστε Ραντεβού

Ρινορραγία από το ένα ρουθούνι

Ρινορραγία από το ένα ρουθούνι – Πότε να ανησυχήσετε 

Ρινορραγία από το ένα ρουθούνι — ένα σύμπτωμα που συχνά προκαλεί ανησυχία, καθώς ο ασθενής το συνδέει με σοβαρές παθολογικές καταστάσεις. 

Στην πραγματικότητα, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων,πρόκειται για ένα καλόηθες και αρκετά εύκολα αντιμετωπίσιμο φαινόμενο.

Η ρινορραγία οφείλεται συνήθως σε τοπικούς παράγοντες, όπως η ξηρότητα ή φλεγμονή του ρινικού βλεννογόνου, μικροτραυματισμούς από έντονο φύσημα ή καθαρισμό της μύτης, αλλεργική ή ιογενή ρινίτιδα, καθώς και σε αγγειακή ευθραυστότητα στο πρόσθιο τμήμα του ρινικού διαφράγματος (περιοχή του Kiesselbach). Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να σχετίζεται με συστηματικούς παράγοντες όπως υπέρταση, διαταραχές πηκτικότητας ή χρήση αντιπηκτικών φαρμάκων και λιγότερο συχνά οφείλεται σε άλλες παθολογίες της μύτης που χρήζουν διερεύνησης.

Γιατί συμβαίνει ρινορραγία από το ένα ρουθούνι;

Οι αιτίες μιας μονόπλευρης ρινορραγίας μπορεί να διακριθούν σε τοπικές, δηλαδή εκείνες που αφορούν απευθείας τη ρινική κοιλότητα, και σε συστηματικές, οι οποίες σχετίζονται με γενικότερες καταστάσεις του οργανισμού.

Η ξηρότητα του αέρα αποτελεί έναν από τους συχνότερους παράγοντες. Όταν ο ρινικός βλεννογόνος αφυδατώνεται, χάνει την ελαστικότητά του και καθίσταται πιο ευάλωτος σε «ρωγμές» και μικροαιμορραγίες. Το φαινόμενο αυτό επιδεινώνεται σε περιβάλλοντα με χαμηλή υγρασία, παρατεταμένη χρήση κλιματισμού ή θέρμανσης, ιδίως κατά τους ψυχρούς χειμερινούς μήνες ή τους μήνες με καύσωνα όποτε και είναι μεγάλες οι αλλαγές θερμοκρασίας από τους εσωτερικούς χώρους στο εξωτερικό περιβάλλον.

Εξίσου συχνός είναι ο μηχανικός ερεθισμός της ρινός. Το έντονο φύσημα, η είσοδος ξένων σωμάτων ή ο καθαρισμός με τα δάχτυλα μπορεί να προκαλέσουν μικροτραυματισμούς στα αγγεία του πρόσθιου ρινικού διαφράγματος, οδηγώντας σε αιμορραγία, συνήθως από το ένα ρουθούνι.

Οι φλεγμονώδεις παθήσεις της ρινός και των παραρρινίων, όπως η αλλεργική ρινίτιδα, η ιογενής ή βακτηριακή ρινίτιδα και η ιγμορίτιδα, προκαλούν αγγειοδιαστολή και ευθραυστότητα των αγγείων, αυξάνοντας τον κίνδυνο αιμορραγίας. Η σκολίωση του ρινικού διαφράγματος, ιδίως στο πρόσθιο τμήμα του, μπορεί επίσης να επιβαρύνει άνισα τις δύο πλευρές της μύτης, με αποτέλεσμα η μία να παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία και προδιάθεση σε ρινορραγία.

Η υπερβολική ή αλόγιστη χρήση ρινικών sprays, ιδιαίτερα των αποσυμφορητικών, οδηγεί σε χρόνιο ερεθισμό και λέπτυνση του βλεννογόνου, καθιστώντας τα αγγεία πιο ευάλωτα σε ρήξη. Επιπλέον, η παρατεταμένη χρήση κορτικοστεροειδών sprays -χωρίς την αντίστοιχη ιατρική παρακολούθηση, καθοδήγηση και περιποίηση- μπορεί να προκαλέσει ατροφικές αλλοιώσεις στο εσωτερικό της ρινός.

Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, η ρινορραγία από το ένα ρουθούνι μπορεί να αποτελεί εκδήλωση παρουσίας κάποιου όγκου της ρινικής κοιλότητας ή του ρινοφάρυγγα, καλοήθους ή κακοήθους χαρακτήρα. Ενδεικτικά σημεία που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης είναι η επαναλαμβανόμενη αιμορραγία, η μονόπλευρη ρινική απόφραξη, η παρουσία εκκρίσεων ή δυσάρεστης οσμής, καθώς και ο πόνος ή η παραμόρφωση της περιοχής.

Τέλος, δεν πρέπει να παραβλέπονται οι συστηματικοί παράγοντες, όπως η αρτηριακή υπέρταση, οι διαταραχές πήξης του αίματος, η λήψη αντιπηκτικών ή αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων, συστηματικά νοσήματα (π.χ. αυτοάνοσα), το κάπνισμα/άτμισμα και ο αλκοολισμός, οι οποίοι μπορούν να εντείνουν ή να παρατείνουν την αιμορραγία.

Σε ποιες περιπτώσεις η ρινορραγία από το ένα ρουθούνι δεν είναι αθώα

Αν και η ρινορραγία είναι συνήθως ένα παροδικό και αυτοπεριοριζόμενο φαινόμενο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η εκτίμηση από Ωτορινολαρυγγολόγο είναι απαραίτητη για τη σωστή διάγνωση και αντιμετώπιση.

Η ιατρική αξιολόγηση χρειάζεται όταν η αιμορραγία δεν υποχωρεί μετά από 15–20 λεπτά συνεχούς πίεσης στη ράχη της μύτης ή όταν το αίμα κυλά προς το πίσω μέρος του φάρυγγα, κάτι που μπορεί να υποδηλώνει οπίσθια ρινορραγία, μια πιο σοβαρή μορφή με πιθανή απώλεια μεγαλύτερου όγκου αίματος. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να απαιτηθεί ιατρική παρέμβαση, όπως καυτηριασμός ή τοποθέτηση ρινικού επιθέματος (πωματισμού).Σε πιο ακραίες καταστάσεις, πιθανά να απαιτηθεί και χειρουργική αντιμετώπιση ή εμβολισμός. 

Εξίσου σημαντικό είναι να ζητηθεί ιατρική βοήθεια όταν τα επεισόδια είναι συχνά ή επαναλαμβανόμενα χωρίς προφανή αιτία, καθώς αυτό μπορεί να υποδηλώνει ανατομική ανωμαλία, αγγειακή ευθραυστότητα, φλεγμονώδη πάθηση ή συστηματικό νόσημα. Αν προστεθούν συμπτώματα όπως μονόπλευρη ρινική απόφραξη, δύσοσμες ή αιματηρές εκκρίσεις, πόνος, ή παραμόρφωση της ρινός, χρειάζεται ενδοσκοπικός και απεικονιστικός έλεγχος για να αποκλειστεί η ύπαρξη όγκου ή άλλης παθολογίας στη ρινική κοιλότητα.

Επιπλέον, ιατρική εκτίμηση είναι απαραίτητη σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση, διαταραχές πήξης του αίματος, ή λήψη αντιπηκτικών/αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων, καθώς αυτοί οι παράγοντες μπορούν να επιτείνουν ή να παρατείνουν την αιμορραγία.

Πώς μπορείτε να αντιμετωπίσετε άμεσα μια ρινορραγία στο σπίτι

Όταν παρουσιαστεί ρινορραγία, η σωστή και ψύχραιμη αντίδραση είναι καθοριστικής σημασίας για να σταματήσει η αιμορραγία και να αποφευχθούν επιπλοκές.

Αρχικά, καθίστε σε όρθια θέση με το σώμα ελαφρά σκυμμένο προς τα εμπρός. Αυτή η στάση αποτρέπει τη ροή του αίματος προς το πίσω μέρος του φάρυγγα και μειώνει τον κίνδυνο κατάποσης ή εμέτου. Μην ξαπλώνετε και μην ρίχνετε το κεφάλι προς τα πίσω, καθώς αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πνιγμό ή λανθασμένη εκτίμηση του όγκου του αίματος που χάνεται.

Στη συνέχεια, πιέστε σταθερά το μαλακό μέρος της μύτης (το κάτω τμήμα, κάτω από το οστέινο μέρος) με τον αντίχειρα και τον δείκτη, κρατώντας συνεχόμενη πίεση για 10–15 λεπτά χωρίς διακοπή. Η πίεση αυτή συμβάλλει στο να δημιουργηθεί θρόμβος στο σημείο αιμορραγίας. Κατά τη διάρκεια αυτή, αναπνέετε ήρεμα από το στόμα.

Η εφαρμογή πάγου ή κρύας κομπρέσας στη ράχη της μύτης ή στον αυχένα μπορεί να βοηθήσει στη συστολή των αγγείων και να επιταχύνει τη διακοπή της αιμορραγίας. Μπορείτε επίσης να τοποθετήσετε ένα μικρό κομμάτι βαμβάκι ή γάζα εμποτισμένο με φυσιολογικό ορό ή ακόμη καλύτερα με λίγες σταγόνες αγγειοσυσπαστικού (π.χ. οξυμεταζολίνη ή ξυλομεταζολίνη), εφόσον υπάρχει στο σπίτι και δεν υπάρχει αντένδειξη από το ιατρικό ιστορικό.

Μετά τη διακοπή της αιμορραγίας, αποφύγετε να φυσήξετε ή να καθαρίσετε τη μύτη για τουλάχιστον μία ώρα, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να αποκολλήσει τον θρόμβο και να προκαλέσει νέο επεισόδιο ρινορραγίας. Επίσης, συνιστάται να μην ασκηθείτε, να μη σκύβετε απότομα και να μην εκτεθείτε σε πολύ ζεστό περιβάλλον για τις επόμενες ημέρες.

Αν η αιμορραγία δεν σταματήσει μετά από 20 λεπτά, αν είναι πολύ έντονη, ή αν επαναληφθεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, πρέπει να αναζητήσετε άμεση ιατρική εκτίμηση. Το ίδιο ισχύει (χωρίς αναμονή) εάν το επεισόδιο συνοδεύεται από ζάλη, ωχρότητα, ταχυκαρδία, ή εάν πρόκειται για άτομο που λαμβάνει αντιπηκτικά ή πάσχει από αρρύθμιστη υπέρταση.

Τέλος, για πρόληψη μελλοντικών επεισοδίων, μπορείτε να διατηρείτε τη ρινική κοιλότητα ενυδατωμένη με ειδικές ρινικές αλοιφές που θα σας συστήσει ο ωτορινολαρυγγολόγος (ΩΡΛ) σας,  να αποφεύγετε τον έντονο καθαρισμό της μύτης, και να ρυθμίζετε την υγρασία του χώρου, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες.

Πότε να επισκεφθείτε τον Ωτορινολαρυγγολόγο

Η επίσκεψη σε ΩΡΛ είναι απαραίτητη όταν η ρινορραγία είναι επαναλαμβανόμενη, παρατεταμένη ή έντονη, καθώς και όταν δεν υποχωρεί με τις απλές οδηγίες πρώτων βοηθειών. Αν η αιμορραγία εμφανίζεται πολύ συχνά από το ίδιο ρουθούνι, αυτό μπορεί να υποδηλώνει τοπικό πρόβλημα, όπως ευθραυστότητα αγγείων, φλεγμονή, ανατομική ανωμαλία του ρινικού διαφράγματος ή -σπανιότερα- παρουσία κάποιου μορφώματος (όγκου) και πρέπει να διερευνηθεί από τον ειδικό.

Επίσης, η ιατρική αξιολόγηση σε επείγουσα βάση με συνδυασμό ιατρικών ειδικοτήτων είναι αναγκαία όταν το επεισόδιο συνοδεύεται από ζάλη, αδυναμία, εμβοές, πονοκέφαλο, ρινική απόφραξη ή αίσθημα πίεσης στο πρόσωπο, καθώς αυτά τα συμπτώματα μπορεί να υποδηλώνουν συστηματική αιτία (π.χ. υπέρταση, διαταραχές πήξης) ή πιο σοβαρή τοπική πάθηση.

Κατά την εξέταση, ο ΩΡΛ πραγματοποιεί πλήρη κλινικό και ενδοσκοπικό έλεγχο της ρινικής κοιλότητας, προκειμένου να εντοπιστεί με ακρίβεια η εστία της ρινορραγίας και να αξιολογηθεί η κατάσταση του βλεννογόνου, των ρινικών κοιλοτήτων και του ρινοφάρυγγα.  Ανάλογα με τα ευρήματα, μπορεί να εφαρμοστούν τοπικές θεραπείες, όπως συντηρητική αγωγή, καυτηριασμός των αγγείων ή τοποθέτηση ρινικών επιθεμάτων, ενώ σε εμμένουσες ή υποτροπιάζουσες περιπτώσεις χρειάζονται -όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως- περισσότεροι χειρισμοί αντιμετώπισης και περαιτέρω διερεύνηση.

Η έγκαιρη εκτίμηση από ειδικό εξασφαλίζει σωστή διάγνωση, αποτελεσματική αντιμετώπιση και πρόληψη μελλοντικών επεισοδίων, συμβάλλοντας στη συνολική υγεία και ασφάλεια του ασθενούς. Η Δρ. Ειρήνη Μάντζαρη, Ωτορινολαρυγγολόγος – Χειρουργός ΩΡΛ στην Αθήνα, διαθέτει πολυετή εμπειρία στην αντιμετώπιση παθήσεων του αυτιού, της ρινός και του λάρυγγα, προσφέροντας εξατομικευμένη και ολοκληρωμένη φροντίδα.